Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τοις μετρητοίς

См. также в других словарях:

  • μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… …   Dictionary of Greek

  • μετρητά — τα 1. περιουσία σε χρήμα: Πληρώνει πάντα με μετρητά. 2. φρ., «Το παίρνω τοις μετρητοίς», είμαι εύπιστος ή παίρνω κάτι στα πολύ σοβαρά· «Αγοράζω τοις μετρητοίς», με άμεση καταβολή του αντίτιμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Demotic Greek — Not to be confused with Demotic (Egyptian). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) Mycenaean …   Wikipedia

  • Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… …   Wikipedia

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

  • Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… …   Deutsch Wikipedia

  • αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… …   Dictionary of Greek

  • αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς …   Dictionary of Greek

  • ευθύχαλκος — εὐθύχαλκος, ον (Α) αυτός που πληρώνεται τοις μετρητοίς, επί τη εμφανίσει …   Dictionary of Greek

  • ντούκου — επίρρ. 1. τοις μετρητοίς 2. φρ. α) «περνώ κάτι στο ντούκου» δεν τό εξετάζω δεν τό υπολογίζω, τό παραβλέπω β) «[πάω] ντούκου» (σε χαρτοπαίγνιο) παραιτούμαι, παραχωρώ τη σειρά μου στον επόμενο παίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. πιθ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»